- ὁμολόγημα
- ὁμολόγημαthat which is agreed uponneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομολόγημα — και μολόγημα, το (Α ὁμολόγημα) [ομολογώ] 1. αυτό που ομολογήθηκε, η ομολογία 2. αυτό που συμφωνήθηκε, η συμφωνία αρχ. 1. εμπορική συμφωνία, συμβόλαιο 2. καθετί που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο … Dictionary of Greek
ὁμολογημάτων — ὁμολόγημα that which is agreed upon neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογήματα — ὁμολόγημα that which is agreed upon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογήματι — ὁμολόγημα that which is agreed upon neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογήματος — ὁμολόγημα that which is agreed upon neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολόγημα — το βλ. ομολόγημα … Dictionary of Greek